- ἀπελαύνοντες
- ἀπελαύ̱νοντες , ἀπελαύνωdrive awaypres part act masc nom/voc plἀπελαύ̱νοντες , ἀπελαύνωdrive awaypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъгонити — ОТЪГОН|ИТИ (96), Ю, ИТЬ гл. 1.Отгонять (отогнать): Вьргыи на пътицѣ камень отъгонить ѣ. (ἀποσοβεῖ) Изб 1076, 171 об.; молю ти сѧ, престани, не ѿгони ихъ [мух], болма бо ми врежаешi. (μὴ ἀποσοβεῖ) ГА XIV1, 141в; прич. в роли с … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek